- τρωγλοδύνων
- τρωγλο-δύνων [pron. full] [ῠ], οντος, ὁ,A creeping into a hole, of a mouse, Batr. 52.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρωγλοδύνων — οντος, ὁ, Α βλ. τρωγλοδύω … Dictionary of Greek
τρωγλοδύνοντα — τρωγλοδύνων creeping into a hole masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωγλοδύω — και τρωγλοδύνω Α (μόνον ο τ. μτχ. αρσ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ τρωγλοδύνων (για ποντικό) αυτός που γλιστρά κλεφτά σε τρώγλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική ονομ. ποντικού σχηματισμένη από τη λ. τρώγλη και το ρ. δύω / δύνω] … Dictionary of Greek